ταυτόδοξος

ταυτόδοξος
ο
1) единомышленник; 2) единоверец

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ταυτόδοξος" в других словарях:

  • ταυτόδοξος — η, ο / ταὐτόδοξος, ον, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει την ίδια ακριβώς γνώμη με κάποιον άλλον 2. αυτός που έχει την ίδια δοξασία με άλλον, ομόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταυτ(ο) * + δοξος (< δόξα), πρβλ. φιλό δοξος] …   Dictionary of Greek

  • ταυτ(ο)- — / ταὐτ(ο) , ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στον τ. ταὐτό(ν) «εντελώς το ίδιο» και δηλώνει ταυτότητα, απόλυτη ομοιότητα, ταύτιση (πρβλ. ταυτο βουλία, ταυτ ώνυμος), ισότητα (πρβλ. ταὐτο σθενής, ταὐτο συλλαβῶ) ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»